προσκορής

προσκορής
-ές, Α
1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός
2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος
3. κορεσμένος, χορτασμένος.
επίρρ...
προσκόρως Α
1. με κορεσμό, με χόρτασμα
2. κατά κόρον, καθ' υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -κορής (< κόρος [Ι] «χορτασμός»), πρβλ. κατα-κορής. Το επίρρ. προσκόρως έχει σχηματιστεί κατά τα επιρρ. τών δευτεροκλίτων επιθ., δηλ. μέσω αμάρτυρου *πρόσκορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσκορῆς — προσκορής satiating masc/fem acc pl (attic epic doric) προσκορής satiating masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκορής — satiating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκορῆ — προσκορής satiating neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσκορής satiating masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσκορής satiating masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκορέστερον — προσκορής satiating adverbial comp προσκορής satiating masc acc comp sg προσκορής satiating neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκορεῖ — προσκορής satiating masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προσκορής satiating masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκορεῖς — προσκορής satiating masc/fem acc pl προσκορής satiating masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκορές — προσκορής satiating masc/fem voc sg προσκορής satiating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκοροῦς — προσκορής satiating masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσκορής — ἀπροσκορής, ές (Α) [προσκορής] αυτός που δεν προξενεί κορεσμό ή αηδία …   Dictionary of Greek

  • προσκορίζομαι — Α [προσκορής] 1. αισθάνομαι κόρο ή αηδία 2. απεχθάνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”